αντιπεριβάλλω

αντιπεριβάλλω
ἀντιπεριβάλλω (Α)
1. (για επίδεσμο) περιβάλλω, περιτυλίσσω προς το αντίθετο μέρος
2. περιπτύσσομαι, αγκαλιάζω κι εγώ
3. (-ομαι)
περικυκλώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιπεριβάλλω — ἀντί περιβάλλω throw round pres subj act 1st sg ἀντί περιβάλλω throw round pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”